- μεσουράνημα
- средина неба.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μεσουράνημα — culmination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… … Dictionary of Greek
μεσουράνημα — το, ατος και μεσουράνηση, η 1. το να βρίσκεται στη μέση του ουρανού ο ήλιος ή τα αστέρια: Το μεσημέρι ο ήλιος φτάνει στο μεσουράνημά του. 2. μτφ., το αποκορύφωμα της δράσης, της δόξας, της ακμής: Η πόλη εκείνη την εποχή βρισκόταν στο μεσουράνημά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσουρανημάτων — μεσουράνημα culmination neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήμασι — μεσουράνημα culmination neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματα — μεσουράνημα culmination neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματι — μεσουράνημα culmination neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματος — μεσουράνημα culmination neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεσουράνημα — τὸ, Α [συμμεσουρανῶ] 1. (για αστέρα) μεσουράνημα 2. φρ. α) «ἑῷον συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά την ανατολή τού Ηλίου β) «ἑσπερινὸν συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά τη δύση τού Ηλίου … Dictionary of Greek
μεσουράνισμα — το (ΑM μεσουράνισμα) το να βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα στο μέσον τού ουρανού, το μεσουράνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεσουρανίζω ή μεταπλ. τ. τού μεσουράνημα. κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale